ὑφέλκομαι

ὑφέλκομαι
ὑφέλκω
draw away under
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφέλκω — και ὑφελκύω Α [ἕλκω / ἑλκύω] 1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», Θουκ.) 3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων ολισθηρός 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”